- αποκαρώνω
- 1. μετ. приводить в оцепенение; одурманивать; усыплять;
2. αμετ. , тж. αποκαρώνομαι — погружаться в глубокий сон, оцепенение; — впадать в летаргический сон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
2. αμετ. , тж. αποκαρώνομαι — погружаться в глубокий сон, оцепенение; — впадать в летаргический сон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκαρώνω — (Α ἀποκαρῶ, όω) κάνω κάποιον να περιπέσει σε λήθαργο, αποκοιμίζω, αποβλακώνω νεοελλ. 1. θαμπώνω, καταπλήσσω κάποιον 2. η μτχ. αποκορωμένος, η, ο (με έννοια αποτροπιασμού) «αποκορωμένο νάναι το κακό», «η αποκορωμένη» (για οποιαδήποτε λοιμώδη ή… … Dictionary of Greek
αποκαρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αποναρκώνω, αποχαυνώνω: Η ζέστη τον είχε αποκαρώσει. Ουσ. αποκάρωση, η και αποκάρωμα, το ατος, αποχαύνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρώνω — (Α καρῶ, όω) βυθίζω κάποιον σε βαθύ ύπνο, σε λήθαργο, αποκαρώνω, ναρκώνω, ζαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε συνεσταλμένη βαθμίδα *kr (καρ ) τής ΙΕ ρίζας *ker «κεφάλι, κέρατο» και συνδέεται με τη λ. κάρα «κεφάλι». ΠΑΡ. κάρωσις, καρωτικός, καρωτίς αρχ.… … Dictionary of Greek